ελευθέριος

ελευθέριος
Όνομα αγίων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. ο ιερομάρτυς (2ος αι. μ.Χ.). Γεννήθηκε στην Ελλάδα. Σε νεαρή ηλικία έμεινε ορφανός από πατέρα και εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του στη Ρώμη. Χειροτονήθηκε διάκονος σε ηλικία 15 ετών και επίσκοπος σε ηλικία 20. Όταν ήταν επίσκοπος, κατήχησε στον χριστιανισμό τον βασιλιά της Βρετανίας, Λούκιο, και τον λαό του. Μαρτύρησε επί Σεπτιμίου Σεβήρου. Η μνήμη του τιμάται στις 15 Δεκεμβρίου. 2. Ε. ο μάρτυς, ο κουβικουλάριος (τέλη 3ου – αρχές 4ου αι. μ.Χ.). Αξιωματικός στα ανάκτορα της Κωνσταντινούπολης στα χρόνια του Μαξιμιανού, έγινε χριστιανός και για να αποφύγει τους διωγμούς κατέφυγε σε ένα χωριό κοντά στον Σαγγάριο, όπου όμως τον ανακάλυψαν και τον αποκεφάλισαν. Η μνήμη του τιμάται στις 15 Δεκεμβρίου. 3. Ε. ο Πέρσης. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη του τιμάται στις 13 Απριλίου.
* * *
-α, -ο (AM ἐλευθέριος, -α, -ον και ἐλευθέριος, -ον)
γενναιόδωρος
νεοελλ.
1. (για ήθη) ακόλαστος, ανήθικος
(«γυναίκα ελευθερίων ηθών»)
2. φρ. «ελευθέρια επαγγέλματα» — όσα ασκούνται από μεμονωμένα άτομα και δεν υπόκεινται σε προκαθορισμένο ωράριο, μισθοδοσία κ.λπ.
αρχ.-μσν.
αυτός που ταιριάζει σε ελεύθερο
αρχ.
1. αυτός που συμπεριφέρεται ως ελεύθερος (και όχι ως δούλος)
2. (για σώμα) ευγενής, αξιοπρεπής
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐλευθέριος (ενν. μήνας)
ο ἐλευθεριών
4. το ουδ. ως ουσ. τo ἐλευθέριον
η ελευθεριότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ἐλευθέριος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλευθέριος — speaking masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελευθέριος — α, ο 1. (για επαγγέλματα), που δεν εξαρτιέται από ορισμένο ωράριο ή μισθό: Οι γιατροί έχουν ελευθέριο επάγγελμα. 2. γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης, χουβαρντάς. 3. ακόλαστος, που ελευθεριάζει (βλ. λ., 2): Γυναίκα ελευθερίων ηθών. 4. ως κύρ. όν.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελευθέριος Βενιζέλος, Διεθνές Αεροδρόμιο — Διεθνές αεροδρόμιο της Αθήνας, το οποίο ξεκίνησε τη λειτουργία του στις 28 Μαρτίου 2001, αντικαθιστώντας το αεροδρόμιο Ελληνικού. Βρίσκεται στην περιοχή των Σπάτων, 25 χλμ. ΒΔ του παλαιού αεροδρομίου και περίπου 17 χλμ. από το κέντρο της Αθήνας.… …   Dictionary of Greek

  • Βενιζέλος, Ελευθέριος — (Μουρνιές, Κρήτη 1864 – Παρίσι 1936).Πρωθυπουργός επί σειρά ετών, ο πρώτος πολιτικός της χώρας που ονομάστηκε Εθνάρχης. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εγκαταστάθηκε ως δικηγόρος στα Χανιά (1886), ενώ γρήγορα αναμείχτηκε και στην… …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Ελευθέριος — Ορεινός ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 1.000 μ.) της Κεφαλονιάς. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Ομαλών του νομού Κεφαλληνίας …   Dictionary of Greek

  • Κασιάνης, Ελευθέριος — (Τραπεζούντα 1918 –). Συγγραφέας. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή της Κωνσταντινούπολης, στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών και στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Έργα του είναι: Τούρκοι πέρασαν, Χαλασμός! (1955), Η Καλλιθέα, σελίδες από την ιστορία της… …   Dictionary of Greek

  • Κοτσαρίδας, Ελευθέριος — (Άρτα 1904 – Αθήνα 1966). Δημοσιογράφος. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και πολιτικές επιστήμες στη Γαλλία. Πρωτοεμφανίστηκε στο δημοσιογραφικό επάγγελμα το 1923 στην εφημερίδα Εστία και εργάστηκε αρχικά ως συντάκτης… …   Dictionary of Greek

  • Παγκάκης, Ελευθέριος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την Κέα, γι» αυτό και αναφέρεται επίσης με το όνομα Τζιώτης. Πήρε μέρος στον Αγώνα μαζί με τον αδελφό του Δημήτριο, ως υπασπιστής του στρατηγού Νικ. Κριεζώτη, και διακρίθηκε σε διάφορες μάχες στην Εύβοια καθώς… …   Dictionary of Greek

  • Ἐλευθεριώτερον — Ἐλευθέριος adverbial comp Ἐλευθέριος masc acc comp sg Ἐλευθέριος neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”